Ορμώμενος από το χτεσινό μας δημοσίευμα για την αδυναμία προσέγγισης  του πλοίου Μεγαλόχαρη στο λιμάνι του Όρμου Μαραθοκάμπου, ο πρώην Νομάρχης Σάμου και σημερινός Περιφερειακός Σύμβουλος Βορείου Αιγαίου κ. Μανόλης Κάρλας, μας απέστειλε την ιστορία του λιμένα του Όρμου Μαραθοκάμπου,  την οποία έχουν γράψει από κοινού με τον κ. Ευάγγελο Κιλουκιιώτη,  η οποία αξίζει τον κόπο να διαβαστεί.

Οι Γερμανοί και το λιμάνι του Όρμου Μαραθοκάμπου.

Ιστορία και μνήμες.

Μανώλη Ν. Κάρλα

Ευάγγελου Γ. Κιλουκιώτη

Ένας από τους ξένους που κάνουν λόγο για τον Όρμο Μαραθοκάμπου και το λιμάνι του είναι ο μεγάλος Γερμανός ιστορικός, Βυζαντινολόγος και Ελληνιστής, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, Κάρολος Κρουμπάχερ (1856 – 1909), που περιηγήθηκε την περιοχή μαςτον Φεβρουάριο του 1885. Στο βιβλίο του «Ελληνικό ταξίδι» Βερολίνο 1886, αναφέρει τον θαυμάσιο πλακόστρωτο δρόμο που ένωνε τον Μαραθόκαμπο με τον Όρμο, τμήματα του οποίου διατηρούνται ανέπαφα μέχρι σήμερα, κάποιο εργοστάσιο σαπωνοποιίας, πρόδρομο του σημερινού και το λιμάνι που κατασκευάζονταν εκείνη την εποχή.

Οι εργασίες κατασκευής λιμανιού ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1880 επί ηγεμονίας Κωνσταντίνου Αδοσίδη (1879 – 1885). Οι διαστάσεις του, βάση των αρχικών σχεδίων, θα ήταν μήκος μεγάλου βραχίονα 260 μέτρα, μικρού 60 και προκυμαίας 250. Δυστυχώς κι αυτό το μεγάλο έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Τα προκατασκευασμένα  μπλόκια, γύρω στα εκατό, που περίμεναν καρτερικά  στη δυτική πλευρά της χερσαίας ζώνης πίσω από την προκυμαία, τοποθετημένα συμμετρικά και σε απόσταση το ένα από το άλλο, να ποντισθούν στη θέση τους για να τελειώσει το λιμάνι, τα βρήκε στη στεριά η Ένωση της Σάμου με την μητέρα Ελλάδα το 1912.

Έκτοτε μια από τις μόνιμες υποσχέσεις των πολιτευτών του νησιού, προς τους ντόπιους την κάθε προεκλογική περίοδο, ήταν ότι θα τα ποντίσουν αμέσως μετά την εκλογή τους για θα ολοκληρωθεί επιτέλους το μεγάλο τους όνειρο.

Λόγια του καφενέ και του ανέμου.

Αυτά τα μπλόκια και ο χώρος τους έγιναν με τον καιρό τόπος εξυπηρέτησης κάθε λογής φυσικών αναγκών αλλά κυρίως ένας τεράστιος παιδότοπος με τους μαιάνδρους του πρόσφορους για κάθε παιχνίδι.

Όμως ακόμα και μισοτελειωμένο το λιμάνι μας  ήταν πηγή ζωής και προόδου για το χωριό, δεμένο άρρηκτα με τις χαρές, τις λύπες και τα όνειρα των ανθρώπων του. Εξυπηρετούσε αρκετά καλά τον αλιευτικό και εμπορικό μας στόλο καθώς και την λειτουργία των ταρσανάδων μας και εξασφάλιζε την προστασία του οικισμού στις δύσκολες ώρες των καιρών και στους μεγάλους θυμούς των ουρανών, της θάλασσας και των ανέμων.

Έτσι είχαν τα πράγματα στο αγκυροβόλιό  μας ως τον Οκτώβριο του 1943.

Τότε μέσα στη δίνη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου η Σάμος ζούσε μέρες ελευθερίας. Ήδη από τις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, ανήμερα της Παναγίας της Σαραντασκαλιώτισας, μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το νησί μας πρώτο και μοναδικό στη σκλαβωμένη Ελλάδα και στην υπόδουλη Ευρώπη απόκτησε δική του πολιτική τριμελή εξουσία (δυο μέλη από το ΕΑΜ Σάμου κι ο Δεσπότης Ειρηναίος) και δικό του στρατό από στελέχη του τοπικού ΕΛΑΣ στην αρχή και από τμήματα του Ιερού Λόχου αργότερα ενώ Εγγλέζοι αξιωματικοί και πράκτορες της Ιντέλιτζενς  Σέρβις μας ήρθαν βιαστικά για να ελέγχουν από κοντά αυτές τις εξελίξεις….

Η Ιταλία ως συνεμπόλεμη πλέον με τους συμμάχους κατά των Γερμανών έθεσε στη διάθεση των Άγγλων εκτός των άλλων και τα Δωδεκάνησα που ως γνωστόν είχε υπό την κατοχή της από το 1912.

Τότε οι Γερμανοί αντέδρασαν με μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των Δωδεκανήσων και ιδιαίτερα κατά της Λέρου που αποτελούσε την σπουδαιότερη ναυτική βάση των Ιταλών στην Ανατολική Μεσόγειο και που τώρα θα μπορούσαν ως συνεμπόλεμοι να την αξιοποιήσουν και οι Άγγλοι.

Στις 26 Οκτωβρίου 1943 βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη μια ακόμα αεροπορική επίθεση των Γερμανών κατά της πολύπαθης Λέρου.

«Τη μέρα εκείνη επικρατούσε στη νότια Σάμο απόλυτη νηνεμία και η βουή των αεροπλάνων που βομβάρδιζαν και οι εκρήξεις ακούγονταν καθαρά από του Κυργιάννη και τον Μπάλο μέχρι τον Όρμο και τον Κάμπο Μαραθοκάμπου. Γύρω στο απόγευμα μερικά αεροπλάνα βούτηξαν προς τον Αγριλιώνααπο τη πλευρά του Κέρκη, από το μέρος της Βαγγελίστρας μυδραλιοβολώντας καλύβια και σπίτια κατά μήκος της παραλίας. Στο λιμάνι ο Μπίζας ανεβασμένος πάνω στα μπλόκια φώναζε με ενθουσιασμό «δικά μας είναι, Εγγλεζικα» αλλά όταν κατάλαβε πως μυδραλιοβολούσαν κατέβηκε στα γρήγορα και κρύφτηκε όπως όπως κι αυτός για να σωθεί.

Βόμβες έπεσαν κατά του Γιωργαλούδη τον ανεμόμυλο που αντλούσε το νερό απ’ το πηγάδι του κήπου, που ίσως έγινε στόχος από το ύψος του και τη φανταχτερή φτερωτή του. Κι’ άλλες έπεσαν στα βαθιά, μέσα στη θάλασσα δίπλα στη βάρκα του Μίμη του Αυτιά, που τάχτηκε καλόγερος από την ταραχή του και κάποιες άλλες χτύπησαν το μικρό μώλομπροστά στη Λαϊκή και στου Πιπεριά το σπίτι, κάνοντας ζημιές στα ύφαλα και στα θεμέλιά του.Άλλες ζημιές ευτυχώς δε σημειώθηκαν ούτε σ’ ανθρώπους, ούτε σε σπίτια ούτε σε ταρσανάδες και πλεούμενα.

Οι Ιταλοί απαγόρευαν τότε κάθε είδους δραστηριότητα στις βάρκες και στα καΐκια της περιοχής μας από τον φόβο δολιοφθορών ή διαφυγής προς τη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό τα κάθε λογής πλεούμενα  βρίσκονταν στη στεριά από τη Λαϊκή και πέρα.

Για να βγεις στη θάλασσα έπρεπε να έχεις άδεια των αρχών κατοχής και οι παραβάτες την πλήρωναν ακριβά.

Αυτό μας φύλαξε και στο βομβαρδισμό του 1943 και στις ανατινάξεις του 1944 όταν η θάλασσα ξερνούσε φωτιά και θάνατο». Αυτά μας διηγήθηκε πρόσφατα, μπροστά στο φιλόξενο σπίτι του μακαρίτη Γιάννη Βαγιανού, στην περατζάδα του Όρμου, με ντόπιο κρασί και μπόλικο μεζέ, ο κυρ Μανώλης Χατζηγρηγορίου, από τους πρεσβύτερους του χωριού, απόμαχος της θάλασσας πια, έφηβος τότε, παρέα με τον Δημήτρη Αργύρη Παπαγεωργίου, συνταξιούχο ναυτικό, συνομήλικό του και φίλο του από τα δύσκολα εκείνα χρόνια, πρόθυμο κι αυτόν να κουβεντιάσει μαζί μας για τα παλιά.

Στις 17 Νοεμβρίου του 1943 οι Γερμανοί βομβάρδισαν το λιμάνι του Βαθιού και το Πυθαγόρειο. Ο βομβαρδισμός αυτός, όπως λέγεται, ήταν ο σφοδρότερος που σημειώθηκε σε Ελληνικό έδαφος κατά την διάρκεια του πολέμου. Σμήνη αεροπλάνων προερχόμενα από τα Δωδεκάνησα, επί δίωρο περίπου άδειαζαν το φορτίο της καταστροφής και του θανάτου στους δυο αυτούς στόχους και χαμηλώνοντας μυδραλιοβολούσαν και σκότωναν τον κόσμο που πανικόβλητος έτρεχε να βγει από την πόλη και να σωθεί. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί και τραυματίστηκαν ακόμα περισσότεροι ενώ οι υλικές ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Τις επόμενες μέρες διέφυγαν προς την Τουρκία η τριμελής πολιτική επιτροπή Σάμου, ο Ιερός λόχος, τμήματα του ΕΛΑΣ, οι Άγγλοι και πλήθος κόσμου που τελικά έφθασαν στην Παλαιστίνη, την Συρία και την Αίγυπτο και κάποιοι άλλοι με πλοία στην Αγγλοκρατούμενη Κύπρο. Έφυγαν επίσης προς την Τουρκία για τη Μέση Ανατολή και πολλοί Ιταλοί αντιφασίστες καθώς και το επιτελείο της Ιταλικής μεραρχίας Κούνεο υπό τον στρατηγό Σολνταρέλι.

«Από τον Μαραθόκαμπο και την περιοχή του σχεδόν κανένας Ιταλός στρατιώτης δεν μπόρεσε να περάσει στην Τουρκία.

Καθώς  ήταν σίγουρη πια η κατάληψη της Σάμου απ’ τους Γερμανούς,οι Ιταλοί αξιωματικοί της περιοχής μας, επίταξαν ένα καΐκι, του Μουκαζή λέγανε πως ήτανε και κατά το σούρουπο έβαλαν πλώρη για τη Μακρυά Πούντα για να μην τους προλάβουν οι νέοι κατακτητές στον Όρμο και να μπορέσουν να περάσουν νύχτα στα Μικρασιατικά παράλια, αποφεύγοντας τα Γερμανικά αεροπλάνα. Περνώντας από τον Κάμπο οι Ιταλοί στρατιώτες βλέποντας τους αξιωματικούς τους να τους εγκαταλείπουν χτύπησαν το καΐκι με πολυβόλα από την παραλία με αποτέλεσμα οι περισσότεροι απ’ αυτούς να πέσουν στη θάλασσα και να βγουν στη στεριά. Το καΐκι συνέχισε την πορεία του, πήγε στη Μακριά Πούντα, πήρε όλους σχεδόν τους νέους της Αγίας Κυριακής, ανάμεσά τους και τους αδελφούς Νικόλα και Στέλιο Κάρλα και τη νύχτα πέρασε στη Μικρά Ασία» συνέχισε ο κυρ Μανώλης.

Τελικά πάνω από 4000  Ιταλοί στρατιώτες και περισσότεροι από 100 αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Σάμο εγκλωβίστηκαν στο νησί και αιχμαλωτίστηκαν απ’ τους Γερμανούς. Το μεγαλύτερο ποσοστό των αιχμαλώτων προέρχονταν από τη δυτική πλευρά του νησιού κι όλοι τους σχεδόν είχαν κακή τύχη.

Το πρωί της 22ας Νοεμβρίου 1943 οι Γερμανοί αποβιβάστηκαν στο Πυθαγόρειο όπου τους υποδέχτηκε ο διοικητής των Ιταλών μελανοχιτώνων της Σάμου, ο δήμιος της Καστανιάς ο αρχιφασίσταςαντισυνταγματάρχης Ούγγαρο που τους παρέδωσε το νησί και συντάχθηκε μαζί τους.

«Τα Γερμανικά στρατεύματα με αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες διαχύθηκαν σ’ ολόκληρο το νησί κι έφτασαν παντού ακόμα και στον Όρμο Μαραθοκάμπου. Εκεί για τις ανάγκες τους προχώρησαν σε άμεσες επιτάξεις σπιτιών και οι μεν στρατιώτες εγκαταστάθηκαν στης Καλλιόπης Τζεβρένη τα σπίτια οι δε αξιωματικοί στου Βαγιανού και στου Πιπεριά» συμπλήρωσε ο ίδιος.

«Μόλις πάτησαν οι Γερμανοί στο χωριό έστησαν, στα γρήγορα, φυλάκιο με πεντέξη στρατιώτες στην Αγία Πελαγία του Μπάλου Κουμεΐκων και ένα κανόνι, αμέσως μετά το πρώτο ρέμα του Γιαλού, προς ανατολάς, που το σέρναμε αγγαρεία, και το φέρναμε κάθε βράδυ στον Όρμο και το πρωί το γυρίζαμε ξανά πίσω στη καθημερινή του θέση. Ευτυχώς που είχε ρόδες»  μας είπε μπαίνοντας στη κουβέντα μας ο κυρ Δημήτρης  Παπαγεωργίου.

«Οι Γερμανοί ήταν όλοι τους σχεδόν καμιά πενηνταριά, άνδρες μονόχνωτοιπου δεν κουβεντιάζονταν, που δεν έπιαναν φιλία με ντόπιους σε αντίθεση με τους Ιταλούς. Η επιμελητεία τους  δεν ήταν πλούσια όπως των Ιταλών. Αραιά και που έρχονταν ένας μοτοζάτορας από τα Δωδεκάνησα για να τους φέρει τρόφιμα και άλλα εφόδια» μας τόνισε ο κυρ Μανώλης.

«Υπηρετούσε στον Όρμο και ένας Γερμανός με το όνομα Όσχας. Στο Κάμπο του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι ο ζητιάνος του Αγριλιώνα. Κάθε μέρα σχεδόν, επισκέπτονταν κι από ένα δυο καλύβια στο Κάμπο και τον τάιζαν, κάνε κι αλλιώς. Δεν ήταν εκλεκτικός στο φαγητό, τιμούσε το βρισκούμενο κι έπινε και το κρασάκι του όπου υπήρχε, που φαίνεται να του είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Για να μην νοιώθει όμως κι αυτός υποχρέωση μας έφερνε κουφετάκια ζαχαρίνης, που χρησιμοποιούσαμε αντί για ζάχαρη που δεν υπήρχε τότε» μας είχε διηγηθεί πριν από χρόνια πολλά η θεία Γραμματική η Τζώρτζαινα που έμενε στη κατοχή στον Κάμπο.

«Τα ψαράδικα, όσα είχαν μείνει, δούλευαν τον δυναμίτη που αφθονούσε απ’ τα Ιταλικά πυρομαχικά που εγκαταλείφτηκαν. Η θάλασσα είχε άφθονα ψάρια και με το άνοιγμα πυρομαχικών και το ψάρεμα με δυναμίτη, ασχολήθηκαν πάρα πολλοί Μαραθοκαμπίτες, ακόμα κι άσχετοι άνθρωποι. Τα θύματα και οι σοβαροί τραυματισμοί ήταν πάρα πολλοί

Τα ιστιοφόρα, όσα δεν είχαν πάει στη Τουρκία, πηγαινοέρχονταν στα νησιά κι’ έφερναν διάφορα εμπορεύματα. Το τρεχαντήρι μας  “Αγιος Δημήτριος” , με τονΑλέξηΚαρακωνσταντή, τον επονομαζόμενο Μπαρμπαλούκα και τον Κώστα Ζωγράφο, γαμπρό του παπα Νικόλα Πατσούλη, αργότερα συνιδιοκτήτες του νεότευκτου, νηολογίου Σύρου, “Ευαγγελίστρια”, ταξίδευε απ’ το Γιαλό ως τα Δωδεκάνησα και τα Κυκλαδονήσια μεταφέροντας τρόφιμα και άλλα εφόδια απαραίτητα για όλους μας στα νησιά. Όλα ανταλλάσσονταν με λάδι και άλλα προϊόντα. Το κατοχικό χρήμα δε πέρναγε, τα δισεκατομμύρια, δεν τα ήθελε κανένας. Οι Γερμανοί τις περισσότερες φορές έκαναν τα στραβά μάτια και δε μιλούσαν γιατί από αυτά περίμεναν να φάνε και οι ίδιοι» συνέχισε ο κυρ Δημήτρης.

«Ένα πρωινό οι κατακτητές έφεραν απ’ τον Μαραθόκαμπο καμιά δεκαπενταριά άτομα, τεχνίτες κι εργάτες για αγγαρεία, προσωπική εργασία το έγραψαν κάποιοι γραμματιζούμενοι δικοί μας. Με φορτηγό τους έφερναν το πρωί, με φορτηγό τους γύριζαν πίσω το βράδυ.

Τους χώρισαν σε ομάδες και κάτω από αυστηρή επιτήρηση τους έβαλαν να σκάβουν και να κουφώνουν το λιμάνι ανοίγοντας μεγάλα λαγούμια, ένα κάθε είκοσι με τριάντα μέτρα ξεκινώντας από την παραλία, στο δυτικό μώλο.

Οι ομάδες δούλεψαν σκληρά και για καιρό με το μακάπι, τη βαριά , τις σφήνες και τις αξίνες.

Τελικά άνοιξαν 4 με 5 λάκκους τεράστιους. Στους λάκκους αυτούς φαίνεται πως έριξαν οι κατακτητές πολλά βαρέλια γεμάτα δυναμίτιδα. Κανένας μας δεν τόλμησε να πλησιάσει και να δει τι συμπληρωματικές εργασίες έκαναν μόνοι τους οι Γερμανοί, σ’ αυτά τα φοβερά λαγούμια.

Έτσι προγραμμάτισαν και προετοίμασαν, κάτω από τη μύτη μας, οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής την υπονόμευση του λιμανιού μας» μας είπε ο κυρ Μανώλης.

«Ένα απόγευμα με διαταγή των Γερμανών πήγαμε με το «Αγιος Δημήτριος» εγώ, ο Μανώλης Χατζηγρηγορίου και άλλοι νεαροί μ’ ένα φρέσκο μελτέμι, αταξίδευτο και πήραμε όλους τους Γερμανούς από το φυλάκιο της Αγίας Πελαγίας του Μπάλου για να τους φέρουμε στον Όρμο γιατί είχε βλάβη η μηχανή του δικού τους ταχύπλοου. Με χίλιες δυο δυσκολίες, από την φρεσκαδούρα και με επικίνδυνους ελιγμούς προσπαθήσαμε να φέρουμε το καΐκι στα ίσα.

Οι Γερμανοί ήταν φοβισμένοι και επιθετικοί και σε κάποια στιγμή που αναγκασμένοι απ’ τον καιρό ορθοπλωρίσαμε κατά την Πάτμο, ένας Αξιωματικός τους πιστεύοντας ότι θα τους πηγαίναμε πεσκέσι στους Άγγλους μου κόλλησε το πιστόλι στον κρόταφο. Ευτυχώς,, έπεσαν οι άλλοι που καταλάβαιναν από θάλασσα και τον μάζεψαν. Φτάσαμε στο λιμάνι με τα χίλια ζόρια και αράξαμε στον δυτικό μώλο.

Τη νύχτα ήρθε στο σπίτι μας ένας Γερμανός και μου είπε να πάω γρήγορα να πάρω το καΐκι μας από κεί γιατί νωρίς το πρωί θα ανατίναζαν το λιμάνι. Έτρεξα χωρίς καθυστέρηση στον δυτικό μώλο. Επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα και νευρικότητα εκεί. Είδα τους Γερμανούς να ρίχνουν ασταμάτητα βαριά βαρέλια στα λαγούμια και να πετούν κάσες αμέτρητες με πολεμικό υλικό μέσα κι έξω από το λιμάνι. Μάλιστα, στη βιάση τους, πήρε φωτιά μια βομβίδα, έπεσε στη θάλασσα, σήκωσε κύμα και μας έκανε μούσκεμα.

Μπήκα γρήγορα μέσα στο καΐκικαι το μετακίνησα με τη ψυχή στο στόμα έξω απ’ το λιμάνι, πέρα από τη Λαική κι έριξα άγκυρα μπροστά στου Γιανακού το σπίτι.

Παράλληλα με άκρα μυστικότητα διαδώσαμε σε γνωστούς και φίλους, δηλαδή σ’ όλο το χωριό, την τρομερή είδηση.

Εμείς, οικογενειακώς και όσοι μας πίστεψαν ξενυχτήσαμε στο ύπαιθρο ανάμεσα στην εκκλησία του Αη-Νικόλα και στης Σπηλιάς τη βρύση, περιμένοντας το μοιραίο» συνέχισε ο κυρ Δημήτρης.

«Πρωί πρωί οι Γερμανοί ειδοποίησαν τους κατοίκους του Όρμου να εκκενώσουν άμεσα, το χωριό. Ήταν μπρος πίσω του Σταυρού, Σεπτέμβριος του 1944. «Να φύγετε όλοι, να αφήσετε τα σπίτια σας και τα πορτοπαράθυρα ανοιχτά και να πάτε όλος ο κόσμος τουλάχιστο δυο τρία χιλιόμετρα μακριά», φώναζε και ξαναφώναζε ο Όσχας με τα σπασμένα Ελληνικά του περιδιαβαίνοντας τους δρόμους και τα σοκάκια και τις ρούγες του χωριού, την προκυμαία, τους ταρσανάδες και το εργοστάσιο. «Είναι διαταγή». Δεν έμεινε ψυχή στο χωριό. Έφυγαν όλοι. Άλλοι τράβηξαν κατά Βελανιδιά, άλλοι κατά τα Κοτρώνια, άλλοι πήγαν στον Αγριλιώνα, στο Καστρί. Εμείς μαζί με άλλες οικογένειες, με τα κατοικίδιάτους και τα άλλαζωντανά, πήγαμε στου Στέργιου το καλύβι, πέρα απ’ του Βουρλιώτη το ρέμα, εκεί που μένει τώρα ο Νικόλας Ανδρέα Κοκκώνης.

Ξαφνικά εκεί που καθόμασταν στην αυλή του καλυβιού και οι πιο μεγάλοι προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τις προθέσεις των Γερμανών για να προβλέψουν τα μελλούμενα  ακούσαμεαπανωτές και ισχυρές εκρήξεις που έρχονταν η μια πίσω απ’ την άλλη με κάποια καθυστέρηση, χάλαγε ο κόσμος για ώρα πολλή. Έβρεχε πέτρες και χώματα, ακόμα και δίπλα απ’ το δικό μας καταφύγιο, αλλά όπως μας είπαν αργότερα και στον Αη-Γιαννη το Νεράκι, στις Καμάρες της Βελανιδιάς και στης Σπηλιάς τη βρύση πάνω απ’ το χωριό και στου Καράγιαννη και στις Πούντες και στον Κάμπο μέχρι το Διχαλόρεμα. Ταυτόχρονα μια μαύρη κάπνα σηκώθηκε μέχρι τον ουρανό, εσκέπασε τον ήλιο και γέμισε όλη η θάλασσα κατά τα νησιά.

Και σηκώνονταν κύματα τεράστια στις άκρες και στη μέση του λιμανιού κι ας μη φυσούσε δυνατός άνεμος και ήταν ν’ αναρωτιέσαιμέσα στη βουή, στους καπνούς, στους αφρούς και στις βροντές αν άνοιξαν οι ουρανοί για την συντέλεια του κόσμου.

Και να κλαίνε τα μωρά και να χώνονται στις μάνας τους την αγκάλη και τα μικρά παιδιά να κρύβονται κάτω απ’ τα φουστάνια των γιαγιάδων τους και να σταυροκοπιούνται οι γριές, να σιωπούν οι παππούδες και τα σκυλιά να αλυχτούν και τα λογής υποζύγια να χλιμιντρίζουν παράξενα και τα κατοικίδια φτερωτά και τετράποδα να αγριεύουν και να λαλούν ανήσυχα και δυνατά και να μη ξέρει ο πατέρας τι θα κάμει τη φαμελιά και τα ζωντανά της οικογένειας.

Κι ύστερα ήρθε μια ησυχία, ένα κακό, μια σιωπή φοβερή και περίεργη που δεν την είχαμε ξαναζήσει.

Πέρασε ώρα πολλή μέχρι που οι πατεράδες μας να το πάρουν απόφαση και σιγά σιγά, ώρα του εσπερινού,μια μια οικογένεια, με χίλιες δυο προφυλάξεις γυρίζαμε προς το χωριό, φοβισμένοι και ανήσυχοι, με τη ψυχή στο στόμα. Κοιτάζαμε για Γερμανούς, πουθενά Γερμανοί.

Αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μας ήταν θέαμα φοβερό. Το λιμάνι μας βλέπαμε, ένα σωρό ερειπίων και παντού δίπλα μας χώματα και πέτρες λες κι είχε γίνει βομβαρδισμός.

Όπως μάθαμε αργότερα οι Γερμανοί πυροδότησαν τα εκρηκτικά της υπονόμευσης, με ασφάλεια, από ένα σπίτι ψηλά στη συνοικία Κοτρώνι, κατά τα Πατουρέικα και αμέσως μετά έφυγαν όλοι με τις μοτοσικλέτες τους και ένα καμιόνι που τους περίμενε στη γωνία του Βρότσου, παίρνοντας μαζί τους και το κανόνι με τα καρούλια, υποχωρώντας βιαστικά προς το  Καρλόβασι.

Από τις ισχυρές εκρήξεις είχαν καταστραφεί μεγάλο μέρος της προκυμαίας αλλά και τα θεμέλια του λιμανιού. Μεγάλη ήταν η καταστροφή στο δυτικό μώλο που έσπασε σεπεντέξη τουλάχιστο μεγάλα κομμάτια και σε πολλά μικρότερα» απόσωσε συγκινημένος ο κυρ. Μανώλης.

«Εμείς μάθαμε αποβραδίς από τον αδερφό μου τον Μήτσο τα σχέδια των Γερμανών για το λιμάνι μας και μαζί με άλλους χωριανούς περάσαμε τη νύχτα στο ύπαιθρο στον χώρο μεταξύ Αγίου Νικολάου και της Σπηλιάς τη βρύση.

Πρωί πρωί οι Γερμανοί διέταξαν την άμεση εκκένωση του χωριού. Όλοι έφυγαν μακριά χωρίς καμιά καθυστέρηση. Εμείς βολευτήκαμε, οικογενειακώς, στα Κοτρώνια, κοντά στου Κουρκούτη το κτήμα, περίπου εκεί που βρίσκεται σήμερα το ξενοδοχείο «Οδυσσέας».

Γύρω στις έντεκα το πρωί άρχισαν οι ανατινάξεις. Ακούγαμε αλλά δεν βλέπαμε καλά. Αργότερα, ένας καλόγερος του Κέρκη που έλεγε πως βρέθηκε, κατ’ αυτάς, ατρόμητος βιγλάτορας του χωριού στο λόφο του Αη – Νικόλα, ξορκίζοντας, όρθιος, με  έναν πρόχειρο σταυρό τους δαίμονες του πολέμου,

μας ιστορούσε, με ύφος βιβλικό, εκείνες τις αλλόκοτες αστραπές της συμφοράς, τις αλλεπάλληλες βροντές, την ταραχή της γης και τους καπνούς που σκέπαζαν τον τόπο, σαν αδυσώπητη σκιά θανάτου, πως σχίστηκε το λιμάνι μας από άνωθεν έως κάτω και οι αρμοί του άνοιξαν και τα νερά της θάλασσας και του κακού, θηρία ανήμερα, όρμησαν να το κατασπαράξουν και τα κατάφεραν», μας διηγήθηκε πριν από χρόνια στην κουβέντα μας για το χρονικό εκείνων των καιρών η μακαρίτισσα πια δασκάλα του Γιαλού Καλλιόπη Αργύρη Παπαγεωργίου.

«Με τη βοήθεια του Θεού και του Αη-Νικόλα, σώθηκαν οι άνθρωποι, το σχολειό, η εκκλησιά, τα σπίτια μας,  οι ταρσανάδες,τα πλεούμενα και τα ζωντανά μας. Να δοξάζετε τον Κύριο που είμαστε όλοι καλά,τα λιμάνια ξαναχτίζονται έλεγε και ξανάλεγε θυμόσοφα και σεβαστικά ο πατέρας μου», συνέχισε.

«Τα συναισθήματα των ανθρώπων που επέστρεφαν στο χωριό ήταν ανάμικτα. Πολλοί έκλαιγαν και δεν ήξερες πόσο ήταν από την χαρά τους που έφευγαν, επιτέλους, οι Γερμανοί και φαίνονταν να τελειώνει ο πόλεμος και πόσο από την στενοχώρια τους που χάθηκε το λιμάνι», συμπλήρωσεη σεβάσμια δασκάλα

Έτσι το τέλος του πολέμου βρήκε το λιμάνι, που πριν από εξήντα περίπου χρόνια εντυπωσίασε τον μεγάλο Γερμανό καθηγητή Κρουμπάχερβαριά λαβωμένο και τους κατοίκους του Όρμου σε απόγνωση από τις εγκληματικές δράσεις των στρατευμάτων της χώρας του.

Μεταπολεμικά πολύ λίγα πράγματα, όλα χωρίς σχεδιασμό, έγιναν από την πολιτεία για να μπορέσει να δουλέψει το λιμάνι μας όπως πριν. Ούτε γύρεψε κανένας πολεμική αποζημίωση για το έγκλημα των Γερμανών στον Όρμο, που καθήλωσε για χρόνια πολλά την οικονομία και τις προοπτικές της περιοχής στη νέα εποχή.

Αρχικά τοποθετήθηκε μια ξύλινη ράμπα στον μικρό μώλο που έπαθε ζημιές κατά την αεροπορική επίθεση των Γερμανών στις 26 Οκτωβρίου 1943, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Στη συνέχεια έγιναν κατ’ επανάληψη εργασίες τόσο στον μικρό όσο και στον μεγάλο μώλο που προστατεύτηκε μάλιστα ικανοποιητικά απ’ τους καιρούς, με φυσικούς και τεχνητούς ογκολίθους. Έγιναν επίσης εργασίες ανάδειξης μεγάλου μέρους της προκυμαίας, όλα δυστυχώς, πάντα, χωρίς κανένα συνολικό σχεδιασμό.

Θα χαρούμε να δούμε τα σχόλια σας